δανικός

δανικός
Τύπος σκύλου, που ονομάζεται επίσης γερμανικός μολοσσόςντανουά, πολύ παλιάς καταγωγής, με προέλευση πιθανότατα από τη Δανία. Ο σκύλος αυτός, ιδιαίτερα κατάλληλος για τη φύλαξη σπιτιών ή ως ανιχνευτικό και καταδιωκτικό της αστυνομίας, έχει ρωμαλέο σώμα (ύψος στο ακρώμιο 76-90 εκ.) και κομψή εμφάνιση. Τα αφτιά του είναι μικρά και τεντωμένα, τα μάτια μεγάλα, η ουρά του λεπτή και μακριά. Έχει κοντό τρίχωμα σε τρεις χρωματικές ποικιλίες: μονόχρωμο (κίτρινο, κιτρινοκόκκινο ή μολυβί), τιγροειδές με σκούρες ραβδώσεις σε κιτρινοκόκκινη επιφάνεια ή αρλεκίνου, δηλαδή μαύρα στίγματα σε λευκό τρίχωμα.
* * *
-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στους Δανούς ή στη Δανία, ο προερχόμενος από τη Δανία («δανική βιομηχανία, δανική γλώσσα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δανία: Η δανική γαλακτοβιομηχανία είναι φημισμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανέζικος — η, ο ο δανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δανέζος, ο < Δανέζοι, οι < ιταλ. Danesi, πληθ. τού Danese «Δανός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”